- ἐρύξεις
- ἔρυξιςfem nom/voc pl (attic epic)ἔρυξιςfem nom/acc pl (attic)ἐρύ̱ξεις , ἐρύκωkeep inaor subj act 2nd sg (epic)ἐρύ̱ξεις , ἐρύκωkeep infut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χολοιβόρος — ον, Α αυτός που κατατρώγει σαν χολή («φύρσας δὲ πληγῇσι χολοιβόρον ἰόν ἐρύξεις», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + βόρος (< βορά), πρβλ. αἱμο βόρος, θυμο βόρος. Το οι του τ. για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek